- καταχθόνιος
- -α, -ο (AM καταχθόνιος, -ον)αυτός που ζει ή υπάρχει κάτω από τη γη, υπόγειοςνεοελλ.1. μτφ. αυτός που ενεργεί κρυφά για να επιτύχει κάτι, σκοτεινός, κακόβουλος, ύπουλος, ραδιούργος («καταχθόνιος άνθρωπος»)2. βλαπτικός, επιζήμιος, καταστρεπτικός3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι καταχθόνιοι(στην Επτάνησο την εποχή τής αγγλοκρατίας) αυτοί που ανήκαν στο κόμμα τών αγγλοφίλων, σε αντιδ. με τους φιλελευθέρους, που αγωνίζονταν υπέρ τής ενώσεως τής Επτανήσου με την Ελλάδα4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καταχθόνιατα έγκατα τής γηςμσν.1. το αρσ. ως ουσ. ὁ καταχθόνιοςο βρικόλακας2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καταχθόνιαο κάτω κόσμος, ο Αδηςαρχ.1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ καταχθόνιοιοι νεκροί2. φρ. α) «Ζεὺς καταχθόνιος» — ο Πλούτωνβ) «καταχθόνιοι θεοί» — ο Πλούτων, η Εκάτη, η Δήμητρα, η Περσεφόνη, οι Ερινύες κ.ά.επίρρ...καταχθόνια και καταχθονίωςμε καταχθόνιο τρόπο, ύπουλα, δόλια.[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ χθονός].
Dictionary of Greek. 2013.